σκαρλάτος

σκαρλάτος
-η, -ο, Ν
πορφυρός, κατακόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. scarlato < μτγν. λατ. scarlata, scarlatum «κομμάτι υφάσματος» < περσ. saqalāt «είδος ακριβού υφάσματος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκαρλάτος — η, ο (λ. ιταλ.), πορφυρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βυζάντιος, Σκαρλάτος — (Ιάσιο, Μολδαβία 1798 – Αθήνα 1878). Λόγιος και λεξικογράφος. Ο πατέρας του είχε το αξίωμα του μεγάλου αρμάση στην αυλή της Μολδαβίας επί ηγεμονίας Αλ. Καλλιμάχη. Αφετηρία για την πλούσια ελληνομάθειά του ήταν η Μεγάλη Σχολή της Ξηροκρήνης της… …   Dictionary of Greek

  • Diplodocus — « Diplodocus » redirige ici. Pour la grue ferroviaire, voir Diplodocus (chemin de fer).  Ne doit pas être confondu avec Diplocaulus …   Wikipédia en Français

  • αγυρμοσύνη — ἀγυρμοσύνη, η (Α) ἀγερμός*, ἀγερμοσύνη* [η λέξη έχει καταχωρισθεί μόνο στο Λεξικό τού Σκαρλάτου (τού Βυζαντίου) με την ερμηνεία ἀγερμός. Ο Σκαρλάτος ακολουθεί προφανώς τον Passow, Handwort, s. v., όπου καταφαίνεται ότι ο τύπος ἀγυρμοσύνη είναι… …   Dictionary of Greek

  • καρατζάς — I Επώνυμο φαναριώτικης οικογένειας, πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν ως αξιωματούχοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το όνομα Κ. –που στα τουρκικά σημαίνει μαυριδερός– αναφέρθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 15ου… …   Dictionary of Greek

  • πανδώρα — I Δίτομο μουσικό βιβλίο, που περιέχει τραγούδια τονισμένα με βυζαντινή παρασημαντική. Στον πρώτο τόμο περιέχονται βυζαντινά δημοτικά τραγούδια και στον δεύτερο αραβοπερσικά. Τα τραγούδια αυτά μεταφέρθηκαν από την αρχαία παρασημαντική στη νεότερη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Καλλιμάχης — Επώνυμο φαναριώτικης οικογένειας λογίων και ηγεμόνων της Μολδαβίας. 1. Αλέξανδρος (1737 – Κλαυδιούπολη 1821). Γιος του Ιωάννη (βλ. 3.). Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία και εργάστηκε στο υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας έως το 1785, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσέττης — Επώνυμο φαναριώτικης οικογένειας, που καταγόταν από τη Γένοβα. 1. Αντώνιος. Διατέλεσε ηγεμόνας της Βλαχίας και Μολδαβίας κατά το 17o αιώνα. 2. Σκαρλάτος. Ονομαζόταν και Μπιμπίκας (1720 1821). Διατέλεσε μέγας διερμηνέας της Υψηλής Πύλης (1812). 3 …   Dictionary of Greek

  • Σαμουήλ A’ — Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (1700 1775). Το κοσμικό του όνομα ήταν Σκαρλάτος Χατζερής και αρχικά διατέλεσε μητροπολίτης Δέρκων. Έγινε πατριάρχης το 1763 άλλα πέντε χρόνια αργότερα εξορίστηκε στο Άγιο Όρος. Έμεινε εκεί ως το 1773, οπότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”